Ήταν ημέρα Κυριακή. Μέρα που ακόμα και οι Γερμανοί εισβολείς τη σεβάστηκαν. Πριν ακόμα χαράξει, μέσα στη νύχτα, σαν κοινός δολοφόνος, το κράτος των γερμανοτσολιάδων που πλέον είχαν ντυθεί αμερικανοτσολιάδες, το κράτος των μαυραγοριτών που έχτιζε «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, είχε εκτελέσει τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του. Την ίδια μέρα της εκτέλεσης, ο Γιάννης Ρίτσος, εξόριστος στον Αϊ - Στράτη, γράφει στο ποίημά του «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ»:

«Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε./ Μ' ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία./ Μ' ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει (...)».



   Στις 30 του Μάρτη 1952, μέρα Κυριακή, μέρα που ούτε κι αυτοί οι Γερμανοί δεν έκαναν εκτελέσεις, ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, Δημήτρης Μπάτσης, Νίκος Καλούμενος και Ηλίας Αργυριάδης, πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.

   Το παράγγελμα γι' αυτή την πολιτική δολοφονία θα αποτελεί αιώνιο στίγμα για το καθεστώς της αμερικανοκρατίας και το πολιτικό σύστημα της ολιγαρχίας στην Ελλάδα. Το «πυρ» για τη διάπραξη αυτού του στυγερού εγκλήματος διατάχτηκε από το μετεμφυλιακό καθεστώς της άρχουσας τάξης της Ελλάδας μαζί με τους Αμερικανούς συμμάχους της. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, το παλάτι, το στρατιωτικό και παραστρατιωτικό κατεστημένο, πριν από ακριβώς 63 χρόνια, εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη.

 «Το σκότωσαν το παλικάρι, πάει. Μαζί του εκτελέσανε και τον Μπάτση, τον Καλούμενο και τον Αργυριάδη… Το έγκλημα έγινε στην Αθήνα στο ‘‘συνήθη τόπο’’, ξημερώνοντας η 30 του Μάρτη, σε μέρα και ώρα απαγορευμένα που ακόμα και αυτοί οι Γερμανοί κατακτητές τα σεβάστηκαν. Κυριακή 4 και 10’ μέσα σε πηχτό σκοτάδι, υπό το φως των προβολέων, μήπως και φρίξει η μέρα.
Κι ούτε ένας αρμόδιος δε βρέθηκε να παραδεχτεί πως αυτός έδωσε την εντολή. Όλοι ανεύθυνοι. ‘‘Αθώος ειμί του αίματος τούτου…’’. Κι ως το ‘μαθε ο κόσμος πήρε τους δρόμους, έτρεχε με γαρίφαλα και μύρα να πλύνει το νωπό αίμα εκείνου που τους ξανάδωσε την ελπίδα.
‘‘Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη! Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη!’’
‘‘Σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος;’’
Δάκρυα, τριγμοί, και σεισμοί και όρκοι. ‘‘Κοιμήσου ήσυχος, Νίκο εμείς αγρυπνούμε…’’.
Εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη την υφήλιο υψώνουν τις γροθιές τους. Εκατομμύρια κάνουν ευλαβικά το σταυρό τους. Κι η γροθιά με το σταυρό ανταμώνουν εκεί που η καταλύτρα βία γκρεμίζει τα θεμέλια της ανθρωπιάς. Σκότωσαν έναν άνθρωπο κι ανάστησαν μια ιδέα. Θάνατος δεν υπάρχει όταν η ζωή σου γίνεται ένα μ’ εκατομμύρια ζωές που μάχονται για την ανθρώπινη ανάσταση (…).
…Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους/ το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη./ Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω απ΄ τα μαχαίρια τους/ Τραβηχτείτε πέρα, δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα./ Σάλεψε η γη. Σάλεψαν τα’ αγκωνάρια του ουρανού./ Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού./ Σάλεψε η κρεμασμένη λάμπα./ Τι ώρα νάναι λοιπόν;/ Τι ώρα νάναι… παιδί μου να θυμάσαι.
Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου ανταμώνονται στους αιθέρες με τους στίχους όλων των μεγάλων βάρδων της γης. Κι ο Πωλ Ελυάρ λέει μπρος σ’ εκατομμύρια Γάλλους, που κλαίνε από οργή και συγκίνηση:
‘‘Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Δε θυσίασε τίποτα απ’ την τιμή και την ελπίδα μας για ένα αύριο φωτεινό. Χαμογελούσε’’…»

(Από το βιβλίο της Διδούς Σωτηρίου, η «Εντολή», εκδόσεις «Κεδρος»